αρτσιβούρτσι

αρτσιβούρτσι
βλ. αρτζι-μπούρτζι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρτσιβούρτσι — αρτσιβούρτσι, το και αρτζιμπούρτζι, το (λ. αρμεν.), εβδομάδα νηστείας στους Αρμένιους που συμπίπτει με την πρώτη εβδομάδα της δικής μας Αποκριάς, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι τρώνε τα πάντα· απ αυτό η λέξη πήρε τη σημασία της ασυδοσίας, της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”